αρετσίνωτος

αρετσίνωτος
-η, -ο
1. αυτός στον οποίο δεν έβαλαν ρετσίνι: Ήταν κρασί αρετσίνωτο.
2. αυτός που δε στιγματίστηκε άδικα, αυτός που δεν του κόλλησαν ρετσινιά: Ήταν απ' τους λίγους στο χωριό που είχαν μείνει αρετσίνωτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρετσίνωτος — η, ο 1. (για κρασί) αυτό που δεν περιέχει ρετσίνι 2. εκείνος που δεν του έχουν κολλήσει ρετσινιά, που δεν τον έχουν κατηγορήσει άδικα για κάτι …   Dictionary of Greek

  • αρρητίνωτος — ον ο αρετσίνωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρητίνη «ρετσίνι». Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κατάλογο Εκθετών Α Ολυμπιάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”